-
1 устанавливать
устанавливатьнесов, установить сов1. τοποθετώ, βάζω/ μοντάρω, συναρμολογώ (смонтировать):\устанавливать в рид βάζω στή γραμμή·2. (налаживать) ἐγκαθιστώ, ἀποκαθιστώ, βάζω:\устанавливать порядок βάζω τάξη· \устанавливать контроль ἐγκαθιστώ ἔλεγχο· \устанавливать связь ὁργανώνω τήν ἐπικοινωνία· \устанавливать отношения ἀποκαθιστώ σχέσεις· \устанавливать прицел воен. καθορίζω τόν στόχο·3. (вводить) καθορίζω, ὁρίζω, θεσπίζω, καθιερώνω:\устанавливать дни отдыха ὁρίζω ἡμέρες τής ἀνάπαυσης· \устанавливать время (день) καθορίζω τήν ὠρα (τήν ἡμέρα)· \устанавливать цены ὁρίζω τίς τιμές·4. (определять, выяснять) διαπιστώνω, ἐξακριβώνω:\устанавливать истину ἐξακριβώνω τἡν ἀλήθεια· \устанавливать факт διαπιστώνω τό γεγονός· ◊ \устанавливать личность ἐξακριβώνω τήν ταυτότητα. -
2 цена
η τιμ/ή- ы не включают НДС (налог на добавленную стоимость) - ές δεν περιλαμβάνουν το Φ.Π.Α. (Φόρο Προστιθέμενης Αξίας)падать резко в - е πέφτω απότομα/κατακόρυφα σε -пересмотр цен - αναθεώρηση/επανεξέταση των - ώνповышение цен αύξηση/άνοδος - ώνпредлагать - у προσφέρω/προτείνω την -предоставлять особую - у παρέχω/παραχωρώ ειδική -прейскурант с - ами СИФ τιμοκατάλογος με τιμές С.I.F. (που περιλαμβάνουν το κόστος του εμπορεύματος, το ναύλο και τα ασφάλιστρα)прейскурант с - ами ФОБ τιμοκατάλογος με - ές F.O.B. (που περιλαμβάνει το εμπόρευμα ελεύθερο από οποιαδήποτε δαπάνη μέχρι τη μεταφορά του στο πλοίο)продавать по высокой (низкой) - е πουλάω/πωλώ με υψηλή (χαμηλή) -сбивать - ы κατεβάζω/κόβω τις - έςснижать - ы μειώνω/κατεβάζω τις - έςснижение цен μείωση - ών, οι εκπτώσειςсохранять - ы (на прежнем уровне) κρατάω/κρατώ τις - ές (στο ίδιο επίπεδο)увеличивать - у на... % αυξάνω την - κατά... %указывать - у σημειώνω/γράφω την -уменьшать - у μειώνω/κατεβάζω την -биржевая - δημοσιευμένη -, οριζόμενη - (χρηματιστηρίου)бросовая торг. - κάτω του κόστουςваловая - ακαθάριστη -, μ(ε)ικτή ----выпускная - διάθεσης (χρεωγράφων, μετοχών)-завышенная - υπερτιμημένη -, αυξημένη -заниженная - υποτιμημένη -, μειωμένη --зональная - ισχύουσα στην περιφέρεια ή ζώνη (όπου τα έξοδα παράδοσης είναι διάφορα από κάθε σημείο της ζώνης)- Κ ΑΦ - περιέχουσα την αξία του εμπορεύματος και το ναύλο μεταφοράς στο λιμάνη προορισμούпокупная - αγοράς, αγοραστική -приемлемая - προσιτή -, αποδεκτή -- СИФ - που περιλαμβάνει το κόστος του εμπορεύματος, το ναύλο και τα ασφάλιστρα, разг. - С.Ι.F. (ξεν.)-- ФОБ - που περιλαμβάνει το εμπόρευμα ελεύθερο από οποιαδήποτε έξοδα μέχρι τη μεταφορά του στο πλοίο - F.O.B (ξεν)- ФОБ со штивкой - που περιλαμβάνει το εμπόρευμα ελεύθερο από οποιαδήποτε έξοδα μέχρι τη μεταφορά του στο πλοίο και τα έξοδα της στοιβασίας- ФОР - που περιλαμβάνει το εμπόρευμα ελεύθερο από οποιαδήποτε έξοδα μέχρι την τοποθέτηση του στα σιδηροδρομικά οχήματα/βαγόνια - F.O.R (ξεν.)Русско-греческий словарь научных и технических терминов > цена
-
3 плата
1. (денежный взнос за услуги) η πληρωμή, το τίμημα, η αμοιβήбез дополнительной - ы χωρίς συμπληρωματική -, освобождение от - ы απελευθέρωση από την -арендная - για ενοικίαση/μίσθωση, το μίσθιο/ενοίκιοзаработная - ο μισθός, οι αποδοχές (πλ.)поразговорная (тлф) - βάσει του χρόνου συνδιάλεξης 2 (диэлектрическая пластина) η διηλεκτρική πλάκαРусско-греческий словарь научных и технических терминов > плата
-
4 назначать
назнач||атьнесов1. (устанавливать) ὀρίζω, καθορίζω:\назначать день ὀρίζω (τήν) ήμέρα· \назначать заседание на 5 часов ὀρίζω τήν συνεδρίαση στις 5 ἡ ὠρα· \назначать цену καθορίζω τήν τιμή· \назначать пенсию καθορίζω σύνταξη·2. (на должность и т. п.} διορίζω:\назначать на пост директора διορίζω διευθυντή· \назначать командиром роты διορίζω διοικητή λόχου·3. (лечение) ὀριζω:\назначать лекарство ὁρίζω φάρμακο. -
5 определить
определитьсов, определять несов1. (устанавливать) καθορίζω, προσδιορίζω:\определить обязанности каждого καθορίζω τίς ὑποχρεώσεις τοῦ καθένα· \определить болезнь προσδιορίζω τήν ἀσθένεια·2. (давать научную характеристику) ὁρίζω, δίνω ὁρισμό·3. мат καθορίζω:\определить у́гол καθορίζω γωνίαν \определить расстояние προσδιορίζω (или καθορίζω) τήν ἀπόσταση·4. юр. (решать, постановлять) ἀποφασίζω, ὁρίζω·5. (обусловливать) καθορίζω, προσδιορίζω:хорошая подготовка определила успех ἡ καλή προπαρασκευή κα-θώρισε τήν ἐπιτυχία·6. (назначать) ὁρίζω, διορίζω:\определить срок ὁρίζω τήν προθεσμία·7. (ассигновать) ἐγκρίνω ποσόν, χορηγώ·8. (на службу и т. п.) уст. βάζω, τοποθετώ:\определить на работу τοποθετώ σέ ὑπηρεσία \определиться1. (стать определенным) διαμορφώνομαι, διαπλάσσομαι·2. (на службу) уст. τοποθετοῦμαι, διορίζομαι, -
6 градуировать
1. (наносить деления) χαράζω (την κλίμακα) 2. (определять или устанавливать цену деления шкалы) διαβαθ-μίζω/προσδιορίζω/ορίζω (την κλίμακα).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > градуировать